- γλώσσῃσιν
- γλῶσσαtonguefem dat pl (epic ionic)γλῶσσαtonguefem dat pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λάπτω — και λάφτω (Α λάπτω) πίνω νερό με τη γλώσσα («λάψοντες γλώσσῃσιν... μέλαν ὕδωρ», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. πίνω με απληστία, ρουφώ («αἷμα λέλαφας», Αριστοφ. 2. μέσ. λάπτομαι καταπίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητικός εκφραστικός τ. που συνδέεται με άλλους ΙΕ (πρβλ.… … Dictionary of Greek